- μασκαρεύω
- και μασκαρεύγω [μασκαράς (I)]1. ντύνω μασκαρά κάποιον, μεταμφιέζω2. εξευτελίζω, γελοιοποιώ, ρεζιλεύω3. μέσ. μασκαρεύ(γ)ομαια) ατιμάζομαιβ) αστειεύομαι, περιπαίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασκαρεύω — μασκαρεύω, μασκάρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μασκαρεύω — μασκάρεψα, μασκαρεύτηκα, μασκαρεμένος 1. μεταμφιέζω κάποιον σε μασκαρά. 2. μτφ., γελοιοποιώ, εξευτελίζω, ρεζιλεύω: Τον μασκάρεψε μπροστά σε όλους τους συγγενείς. 3. το μέσ., μασκαρεύομαι γίνομαι μασκαράς (κυριολ. και μτφ.): Στα Καρναβάλια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμασκάρευτος — η, ο [μασκαρεύω] 1. αυτός που δεν μασκαρεύτηκε, δεν μεταμφιέστηκε 2. αυτός που δεν διαπομπεύθηκε δημόσια ή αυτός που είναι ηθικά ανεπίληπτος … Dictionary of Greek
μασκάρεμα — το [μασκαρεύω] το να γίνεται κάποιος μασκαράς, μεταμφίεση νεοελλ. γελοιοποίηση, μασκαραλίκι, ρεζιλίκι … Dictionary of Greek
ξεμασκαρεύω — αποκαλύπτω τους κρυφούς σκοπούς κάποιου ή την υποκρισία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μασκαρεύω] … Dictionary of Greek
μεταμφιέζω — μεταμφίεσα, μεταμφιέστηκα, μεταμφιεσμένος, αλλάζω την αμφίεση κάποιου για να μην αναγνωρίζεται, μασκαρεύω: Ο δραπέτης μεταμφιέστηκε σε γυναίκα για να ξεγελάσει την αστυνομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)